- βλαισός
- -ή, -ό (Α βλαισός, -ή, -όν)χαρακτηρισμός κάθε μέλους που παρουσιάζει κύρτωση με τη γωνία ανοιχτή προς τα έξω («βλαισό γόνατο», «βλαισός μεγάλος δάκτυλος του ποδιού»)αρχ.1. αυτός που συστρέφεται, που δεν εκτείνεται σε ευθεία γραμμή («βλαισός κισσός»)2. φρ. «τὰ βλαισὰ τῶν ὀπισθίων» — τα κυρτά τμήματα των πίσω ποδιών της μέλισσας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. βλαισός σχηματισμένη με επίθημα -σός ανήκει στις δημώδεις εκείνες λέξεις που έχουν τη σημασία «στρεβλός, κυρτός» και γενικότερα δείχνουν κάποιο ελάττωμα (πρβλ. γαυσός, λοξός κ.ά.). Το λατ. blaesus «τραυλός» παρά την αποκλίνουσα σημασία πιθ. είναι δάνειο από την Ελληνική].
Dictionary of Greek. 2013.